- κοινωνιοθεραπεία
- η(ψυχολ.) το σύνολο τών μεθόδων που έχουν ως σκοπό τη θεραπεία τών συναισθηματικών διαταραχών και τών διαταραχών τής προσωπικότητας, διά μέσου τών σχέσεων που υπάρχουν ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, φυσικής ή τεχνητής, στην οποία ανήκει το άτομο.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. sociotherapie < socio- (που αποδίδεται ως κοινωνιο-*) + -therapie (πρβλ. θεραπεία)].
Dictionary of Greek. 2013.